ἄλιον

ἄλιον
ἄ̱λιον , ἀλέω
grind
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἄ̱λιον , ἀλέω
grind
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀλέω
grind
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀλέω
grind
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁλίον — ἀλίον , ἀλέω grind pres part act masc voc sg (doric) ἀλίον , ἀλέω grind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλιον — Ἅλιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλιον — ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea masc/fem acc sg ἅ̱λιον , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc sg ἅλιος 2 fruitless masc acc sg ἅλιος 2 fruitless neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • IDALUS — mons Cypri, olim Veneri sacer, ad cuius radices situm est Idalium, Plin. l. 5. c. 31. Virg. Aen. . 1. v. 685. et Lucan. Civ. Bell. l. 8. v. 716. Cypri nunc pagus, Bourg Dalim, olim opp, quod ab eventu nomen accepit. Nam cum oraculum Chalcenori… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξυσμάλιον — ξυσμπάλιον, τὸ (Α) διαβρωτικό έμπλαστρο, βιζικάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσμα + κατάλ. άλιον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *ξυσμάλιος (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • διφρεύω — (Α) [δίφρος]·1. οδηγώ άρμα, διφρηλατώ 2. διατρέχω πάνω σε άρμα («διφρεύω ἅλιον πέλαγος») …   Dictionary of Greek

  • κραβατάλιον — κραβατάλιον, τὸ (Α) το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβατος + κατάλ. άλιον] …   Dictionary of Greek

  • οίδμα — οἶδμα, τὸ (Α) 1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα τής θάλασσας («οἶδμ ἅλιον» Πίνδ.) 2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.) β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”